ἔτορε

ἔτορε
τορέω
bore
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… …   Dictionary of Greek

  • Μεσόνια— — Η ανακάλυψη του νετρονίου επέτρεψε να δοθεί μια πιο ικανοποιητική εικόνα του πυρήνα του ατόμου, στηρίζοντας την υπόθεση ότι αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια. Έμενε να διευκρινιστεί το πρόβλημα, το οποίο δεν έχει ακόμα τελείως λυθεί, των… …   Dictionary of Greek

  • Τσελίνι, Μπενβενούτο — (Benvenuto Cellini, Φλωρεντία 1500 – 1571). Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης και συγγραφέας, ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της φλωρεντινής καλλιτεχνικής ζωής του 16ου αι. Η φήμη του συνδέεται με την αυτοβιογραφία του, με τον μαχητικό του χαρακτήρα, με …   Dictionary of Greek

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”